αμφίρροπος

αμφίρροπος
-η, -ο
1. αυτός που κλίνει πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ο αγώνας ως το τέλος ήταν αμφίρροπος.
2. αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο αντίθετες γνώμες: Στο να μείνει ή να ξενιτευτεί είναι ακόμη αμφίρροπος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀμφίρροπος — doubtful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίρροπος — η, ο (Α ἀμφίρροπος, ον) 1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη 2. αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ροπος < ροπὴ < ρέπω πρβλ. και αμφιρρεπής] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφίρροπον — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem acc sg ἀμφίρροπος doubtful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρόπους — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρόπων — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιρρόπῳ — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίρροποι — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιρρεπής — ές (Μ ἀμφιρρεπής) 1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές αμφίβολο, διφορούμενο 3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + …   Dictionary of Greek

  • αναμφίρροπος — η, ο ο μη αμφίρροπος, σταθερός, ασφαλής, σίγουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αμφίρροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • αγχώμαλος — ἀγχώμαλος, ον (AM) 1. σχεδόν ίσος 2. αμφίρροπος, αμφίβολος μσν. επίρρ. ἀγχωμάλως ομαλά, συνετά, φρόνιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὁμαλός, με αποβολή τού ι και έκταση τού αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος τού β΄ συνθετικού ὁ σε μακρόχρονο ω ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”