ἀμφίρροπος — doubtful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίρροπος — η, ο (Α ἀμφίρροπος, ον) 1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη 2. αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ροπος < ροπὴ < ρέπω πρβλ. και αμφιρρεπής] … Dictionary of Greek
ἀμφίρροπον — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem acc sg ἀμφίρροπος doubtful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρόπους — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρόπων — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιρρόπῳ — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίρροποι — ἀμφίρροπος doubtful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιρρεπής — ές (Μ ἀμφιρρεπής) 1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές αμφίβολο, διφορούμενο 3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + … Dictionary of Greek
αναμφίρροπος — η, ο ο μη αμφίρροπος, σταθερός, ασφαλής, σίγουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + αμφίρροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
αγχώμαλος — ἀγχώμαλος, ον (AM) 1. σχεδόν ίσος 2. αμφίρροπος, αμφίβολος μσν. επίρρ. ἀγχωμάλως ομαλά, συνετά, φρόνιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + ὁμαλός, με αποβολή τού ι και έκταση τού αρχικού βραχύχρονου φωνήεντος τού β΄ συνθετικού ὁ σε μακρόχρονο ω ] … Dictionary of Greek